См. также в других словарях:
ρούδιον — τὸ, Α (κατά τον Αέτ.) «κλύσμα πρὸς ῥοῡν γυναικεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού ῥοείδιον*] … Dictionary of Greek
ρούδιον — τὸ, Α (κατά τον Αέτ.) «κλύσμα πρὸς ῥοῡν γυναικεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού ῥοείδιον*] … Dictionary of Greek